- μπουρδέλο
- το (Μ μπουρδέλο)βλ. μπορντέλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπορντέλο — και μπουρδέλο, το (Μ μπουρδέλο) οίκος ανοχής, πορνείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bordello] … Dictionary of Greek
κασώριον — και κασωρεῑον, τὸ (Α) [κασωρίς] χαμαιτυπείο, πορνείο, μπουρδέλο … Dictionary of Greek
μπουρδέλι(ν) — μπουρδέλι(ν), τὸ (Μ) [μπουρδέλο] πορνείο, μπορντέλο … Dictionary of Greek
οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… … Dictionary of Greek
πουταναρειό — το, Ν οίκος ανοχής, πορνείο, μπουρδέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουτάνα + κατάλ. αρ(ε)ιό (πρβλ. κεραμιδ αρειό)] … Dictionary of Greek